- βουλευτιλίκι
- τοτο αξίωμα του βουλευτή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βουλευτιλίκι — το 1. το να είναι κανείς βουλευτής: Πολλοί βλέπουν το βουλευτιλίκι ως ένα επικερδές επάγγελμα. 2. το χρονικό διάστημα κατά το οποίο είναι κάποιος βουλευτής: Ένα χρόνο μόνο κράτησε το βουλευτιλίκι του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-λίκι — και ιλίκι και ίκι κατάλ. αφηρημένων ουσ. τής Νεοελληνικής που δηλώνουν ιδιότητα συχνά με μειωτική σημασιολογική χροιά. Η κατάλ. προήλθε από δάνεια από την Τουρκική (κατάλ. lik), π.χ. μερακ λίκι. Η κατάλ. εμφανίζεται σπανιότερα και με τη μορφή ίκι … Dictionary of Greek
ζαϊφλίκι — το ασθένεια, αδυναμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζαΐφης + κατάλ. λίκι (πρβλ. αρχοντολίκι, βουλευτιλίκι)] … Dictionary of Greek